Περιγκέ

Περιγκέ
(Prigueux). Πόλη (π. κάτ.) της ΝΔ Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ντορντόνι. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Ιλ, στο κέντρο της περιοχής Περιγκόρ και διακρίνεται σε τρία τμήματα: τη μεσαιωνική πόλη (Πι-Σεν-Φρον) στην κορυφή του λόφου, ένα είδος λαβύρινθου που περιβάλλει τη μητρόπολη και έχει πάρει μοντέρνα όψη στα τελευταία χρόνια με τις σύγχρονες κατοικίες και τις μεγάλες πλατείες. Στα Β βρίσκεται η πόλη (σιτέ) στη θέση της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης και στην αριστερή όχθη του Ιλ είναι το προάστιο του Μπαρί ή Σεν-Ζορζ. Πρόκειται για μεγάλο εμπορικό κέντρο με βιομηχανίες και εργοστάσια (γεωργικά μηχανήματα, αυτοκίνητα, καπνοβιομηχανία, κονσερβοποιίες, μεταλλουργία, φαρμακευτικά προϊόντα). Εξάγει ζώα και πουλερικά, αλεύρι κ.ά. Το σπουδαιότερο μνημείο του παρελθόντος στην πόλη είναι ένας κυκλικός γαλατορωμαϊκός πύργος, ο ονομαστός «Πύργος της Βεζόνας». Υπάρχουν ακόμα λείψανα λουτρών και σπιτιών, καθώς και ο ναός του Αγίου Στεφάνου (τελείωσε γύρω στο 1160) και ο καθεδρικός ναός του Σεν Φρον με ελληνικό σταυρό και πέντε θόλους, όπως εκείνοι του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, που χρονολογούνται γύρω στο 1120-1170. Ιστορία. Πρόκειται για τη γαλατορωμαϊκή πόλη Βεζόνα, που τον 3o αι. μ.Χ. άλλαξε την ονομασία της σε Πετροκόριουμ. Μεγάλη σπουδαιότητα απέκτησε τον επόμενο αιώνα, οπότε οχυρώθηκε και αποτέλεσε επισκοπική έδρα. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα υπερασπίστηκε την αυτονομία της εναντίον των παρεμβάσεων των επισκόπων και των τρομοκρατικών ενεργειών των κομήτων του Περιγκόρ. Κατά τον Εκατονταετή πόλεμο κατακτήθηκε από τους Άγγλους (1369) και στη διάρκεια του θρησκευτικού πόλεμου καταστράφηκε από τους Ουγενότους (1575), για να γυρίσει οριστικά στη Γαλλία το 1653. Μερική άποψη της γαλλικής πόλης Περιγκέ με τον καθεδρικό ναό της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ακουιτανία — I (Aquitaine). Περιοχή (41.309 τ. χλμ., 2.908.359 κάτ. το 1999) της νοτιοδυτικής Γαλλίας,που ορίζεται στα Ν από τα Πυρηναία, στα Β από τον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο, στα ΒΑ και Α από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό. Το… …   Dictionary of Greek

  • Αρνό, Ντανιέλ — (DanielArnaut, περ. 1160 – 1210). Προβηγκιανός τροβαδούρος. Σημάδεψε με το έργο του την εξέλιξη της λυρικής γαλλικής ποίησης. Σύμφωνα με την ανώνυμη προβηγκιανή Βίντα του 13ου αι., ο Α. ήταν ευγενής, γεννημένος στον πύργο του Ριμπεράκ, της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Λαλό, Σαρλ — (Charles Lalo, Περιγκέ 1877 – Παρίσι 1953). Γάλλος αισθητικός και πανεπιστημιακός. Το 1933 ανέλαβε την έδρα της αισθητικής στη Σορβόνη. Υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της λεγόμενης κοινωνιολογικής αισθητικής και ανέπτυξε μια αρμονική θεωρία της τέχνης… …   Dictionary of Greek

  • Μπλουά, Λεόν — (Leon Bloy, Περιγκέ 1846 – Μπουργκ λε Ρεν 1917). Γάλλος συγγραφέας. Αδιάλλακτος καθολικός, όπως ο Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, μέχρι σημείου να αναπολεί μια θεοκρατική εξουσία, εξέφρασε σε σελίδες ταραχώδεις και φλύαρες, αλλά με μεγάλη δραματική δύναμη,… …   Dictionary of Greek

  • Μποτιτσέλι, Σάντρο Φιλιπέπι — (Sandro Filipepi detto il Botticelli, Φλωρεντία περ. 1445 – 1510). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε ίσως πρώτα κοντά σε κάποιο χρυσοχόο αλλά μαθήτευσε, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, στο ζωγραφικό εργαστήριο του Φρα Φιλίπο Λίπι. Την πληροφορία επιβεβαιώνει… …   Dictionary of Greek

  • Ντορντόν — I (Dordogne). Νομός (9.060 τ. χλμ., 390.300 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στην Ακουιτανία. Η ονομασία του οφείλεται στον ομώνυμο ποταμό. Ο νομός είναι κέντρο παραγωγής σιτηρών, φρούτων, κρασιών και καπνού, ενώ ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”